- Σταντάλ
- (Stendhal, ψευδώνυμο του Henri Beyle). Γάλλος συγγραφέας (Γκρενόμπλ 1783 - Παρίσι 1842). Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Γκρενόμπλ, πήγε στο Παρίσι όπου έγινε υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ιταλίας του 1800 - 1801. Τα επόμενα χρόνια διάβασε πολύ τους «ιδεολόγους» (ιδιαίτερα τον Ντεστί ντε Τρασί), καλλιέργησε το πάθος του για το θέατρο και αντιμετώπισε τα πρώτα επεισόδια μιας έντονης και ταραχώδους αισθηματικής ζωής. Οι ναπολεόντειες εκστρατείες τον έφεραν, ως υπάλληλο της αυτοκρατορικής διοίκησης, στη Γερμανία, Αυστρία, και Ρωσία και διατήρησε πάντα θερμή λατρεία για τη ναπολεόντεια εποχή. Συνταξιούχος από το 1814, μπόρεσε να ξαναγυρίσει στο Μιλάνο, όπου είχε ήδη ζήσει το 1811 και το 1813. Οι σχέσεις του με την Αντζελα Πιετράγκρουα, οι μουσικές παραστάσεις της Σκάλας, οι συναναστροφές του με τους ρομαντικούς και φιλελεύθερους λογοτέχνες του Conciliatore δυνάμωσαν την αγάπη του για την ιταλική ζωή. Ως συγγραφέας εμφανίστηκε με τους Βίους του Χάιντεν, του Μότσαρτ και του Μεταστάσιου που δημοσίευσε στις αρχές του 1815 με το ψευδώνυμο Αλεξάντρ - Σεζάρ Μπομπέ και το 1817 ακολούθησε η Ιστορία της ζωγραφικής στην Ιταλία έργο ερανισμού, που φτάνει στα όρια της λογοκλοπής.
Σημαντικότερο είναι το έργο του Ρώμη, Νεάπολη, Φλωρεντία το 1817, που υπόγραψε για πρώτη φορά με το όνομα Σ. Όταν (1821), έχοντας γίνει ύποπτος τόσο στους φιλελεύθερους όσο και στους Αυστριακούς και διωγμένος από τη Ματίλντε Βισκοντίνι Ντεμπόφσκι, αναγκάστηκε να φύγει από το Μιλάνο, ο Σ., σκεπτόμενος ίσως v’ αυτοκτονήσει, έγραψε στα ιταλικά το περίφημο επιτύμβιο: «Ερρίκος Μπελ / Μιλανέζος / έζησε / έγραψε / αγάπησε./ Η ψυχή αυτή / λάτρευε τον Τσιμαρόζα, τον Μότσαρτ και τον Σαίξπηρ. / Πέθανε... ετών / στις 18...».
Ξαναγυρίζοντας στην πατρίδα του, συνεργάστηκε σε αγγλικά περιοδικά και δημοσίευσε τη μελέτη Περί έρωτος (1822) το φυλλάδιο ρομαντικής πολεμικής με τον τίτλο Ρακίνας και Σαίκσπηρ (1823 - 25), την αξιόλογη Ζωή του Ροσίνι (1823), τους Περίπατους στη Ρώμη (1829), με την ευκαιρία ενός νέου ταξιδιού του στην Ιταλία, που τελείωσε με την εκδίωξη του από το Μιλάνο από την αυστριακή αστυνομία. Στο μεταξύ είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του μυθιστοριογράφου: στο Αρμάνς (1827), η σχέση μεταξύ της προσωπικής ζωής και του πλαισίου ενός κοινωνικού περιβάλλοντος αποτελούσε ένα σημαντικό νεωτερισμό προς το μυθιστόρημα με ρεαλιστικές τάσεις. Στο Κόκκινο και το Μαύρο (1830) –εμπνευσμένο από ένα γεγονός της επικαιρότητας– η αφηγηματική μορφή γινόταν περισσότερο σύνθετη και οργανωμένη: ο ατομικιστικός αμοραλισμός του πρωταγωνιστή Ζιλιέν Σορέλ συσχετίζεται με τις ελλείψεις ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και με μια βαθιά ιστορική κρίση, που εκφράζεται με την έντονη νοσταλγία της’ ναπολεόντειας δόξας.
Το 1830 ο Σ. διορίστηκε πρόξενος στην Τεργέστη, απ’ όπου, καθώς δεν τον δέχτηκαν οι αυστριακές αρχές, πήγε στην Τσιβιταβέκια ως πρόξενος στο Παπικό Κράτος· και τα δέκα επόμενα χρόνια τα πέρασε μεταξύ Τσιβιταβέκια και Ρώμης, με συχνά ταξίδια στη Σιένα και στη Φλωρεντία (όπου συνάντησε το Βιεσέ και τους συγγραφείς της Ανθολογίας) και σε διάφορα άλλα μέρη της Ιταλίας και της Γαλλίας. Εκεί, το 1837 - 38 έκανε αρκετά ταξίδια στις επαρχίες και έγραψε το βιβλίο Αναμνήσεις ενός τουρίστα (1838), που το ακολούθησε το Ταξίδι στη Νότια Γαλλία, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το 1839 εκδόθηκαν Η Ηγουμένισσα του Καστρό μαζί με τα άλλα διηγήματα που είχαν εκδοθεί και με τον τίτλο Ιταλικά Χρονικά καθώς και το μυθιστόρημα Το Μοναστήρι της Πάρμας, που είχε γραφεί σε δύο μήνες στα τέλη του 1838.
Στο Μοναστήρι κυριαρχεί η πιο γαλήνια και ειρωνική διάθεση της φαντασίας του Σ.: γύρω από τον πρωταγωνιστή Φαμπρίτσιο ντελ Ντόνγκο –ακόμα μια μισοαυτοβιογραφική μορφή ενός ευερέθιστου, υπερήφανου νέου με καθαρό μυαλό και γεμάτου ενθουσιασμό– πλέκεται μια περιπέτεια ερώτων και μηχανορραφιών, παρμένη –όπως και στα Ιταλικά Χρονικά– από ένα επεισόδιο του 16ου αι., που αυτή τη φορά μεταφέρθηκε στη σύγχρονη του εποχή.
Μεταξύ των έργων του Σ. υπάρχει και ένα τρίτο μυθιστόρημα, ο Λουκιανός Λεβέν, που άρχισε να το γράφει το 1834 - 35 και έμεινε ατελείωτο· το κείμενο που διαθέτουμε (πρωτοδημοσιεύτηκε ολόκληρο μόλις το 1924) είναι από τα καλύτερα του Σ.: η υπόθεση τοποθετείται στη φιλελεύθερη και αστική Γαλλία του Λουδοβίκου Φίλιππου και, πάνω στον καμβά μιας ερωτικής ιστορίας, αφηγείται τις ηθικές εμπειρίες ενός νέου, που ανήκει στην προνομιούχα τάξη και βρίσκεται σε επαφή από το ένα μέρος με τις αντιδραστικές νοσταλγίες των αριστοκρατών και τον κερδοσκοπικό κυνισμό των ‘αστών πολιτικών και από το άλλο με τις ζυμώσεις της δημοκρατικής και εργατικής επανάστασης.
Από τα άλλα έργα που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, πρέπει να αναφερθούν το σύντομο μυθιστόρημα Λαμιέλ, που γράφτηκε μετά το 1839 και από το οποίο σώζεται μόνο το πρώτο μέρος (δημοσιεύτηκε το 1888), και η Ζωή του Ναπολέοντα (που γράφτηκε το 1838 και δημοσιεύτηκε το 1876). Αλλά το πιο πρωτότυπο μέρος του έργου του Σ., που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αποτελείται από τα «προσωπικά» γραπτά του: κυρίως το Ημερολόγιο, που κρατούσε από το 1801 ως το 1823, από το οποίο σώζεται μόνο ένα μέρος και που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1888, και κυρίως από την καταπληκτική Ζωή του Ανρί Μπρυλάρ μισοτελειωμένη αυτοβιογραφία (φτάνει ως το 1800), γραμμένη το 1835 - 36 και δημοσιευμένη το 1890, και το απόσπασμα Αναμνήσεις ενός εγωιστή, που γράφτηκε μέσα σε 12 μέρες το 1832 (ξεκινά από το 1821) και δημοσιεύτηκε το 1892. Στα κείμενα αυτά ο Σ. δείχνει απόλυτη ειλικρίνεια στην χωρίς αυταπάτες εξομολόγηση του για τη γραμμή της καθημερινής εκείνης διαπαιδαγώγησης προς την ευτυχία και την αυτογνωσία στην οποία ο ίδιος δίνει το όνομα «εγωτισμός». Με το έργο του Σ. ασχολήθηκαν πάνω από έναν αιώνα πλήθος, μελετητών, στους οποίους ανήκει η τιμή της έκδοσης όλων των έργων του σε 75 τόμους (και άλλους 4 με ευρετήρια) που έγινε μεταξύ 1927 και 1937.
O συγγραφέας Ανρί Μπελ, γνωστός με το ψευδώνυμο Σταντάλ, σε προσωπογραφία του Σ. Βαλέρι.
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του «Κόκκινου και του Μαύρου» του Σταντάλ. Η χρονολογία είναι λαθεμένη.
Dictionary of Greek. 2013.